- στάχτιασμα
- το, Ν [σταχτιάζω]η αρρώστια τών φυτών στάχτη, που προκαλείται από την ερυσίβη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στάχτιασμα — το 1. αποτέφρωση. 2. αρρώστια των φυτών, ερυσίβη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χώνεμα — χώνεμα, το και χώνευμα, το, ατος 1. χώνεψη. 2. στάχτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)